οπωροφύλαξ

οπωροφύλαξ
ὀπωροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που φυλάγει τα οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φύλαξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀπωροφυλάκων — ὀπωροφύλαξ watcher of fruits masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωροφύλακα — ὀπωροφύλαξ watcher of fruits masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωροφύλακες — ὀπωροφύλαξ watcher of fruits masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • овощь — ОВОЩ|Ь (44), А с. собир. Плоды, овощи, фрукты: ѥдинъ ѹбо образъ сочива да. прѣдъставитьсѧ на всѧкъ д҃нь. ѥще же и овощь. и маслицѣ. УСт к. XII, 209; тако послѹшавъ мѹжь. и вълѣзъ набра ѡвоща ѥли хотѧше. ЧудН XII, 75г; Инъ всѧкъ овошть. въ домъ да …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • οπωροφυλάκιον — ὀπωροφυλάκιον, τὸ (Α) [οπωροφύλαξ] 1. καλύβα στην οποία διέμενε αυτός που φύλαγε τα οπωροφόρα δένδρα 2. αποθήκη καρπών …   Dictionary of Greek

  • οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”